- ασφαλτόστρωτος
- η , ο [ος , ον ] (за)асфальтированный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ασφαλτόστρωτος — η, ο ασφαλτοστρωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασφαλτοστρώνω. Η λ. μαρτυρείται στον Αλέξανδρο Ρ. Ραγκαβή (1809 1892)] … Dictionary of Greek
ασφαλτόστρωτος — η, ο αυτός που σκεπάστηκε με άσφαλτο: Όλοι οι δρόμοι της πόλης ήταν πια ασφαλτόστρωτοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)